πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
πριόνι — Εργαλείο με το οποίο κόβονται διάφορα σκληρά υλικά (ξύλο, μέταλλα, λίθοι κ.ά.). Το π. αποτελείται από ένα χαλύβδινο οδοντωτό έλασμα σε ευθύγραμμο ή κυκλικό σχήμα ή σε κορδέλα· στην πρώτη περίπτωση μπορεί να κινείται με το χέρι ή με κινητήρα, ενώ… … Dictionary of Greek
ορθοπρίων — ὀρθοπρίων, ονος, ὁ (Α) είδος πριονιού που χρησιμοποιούνταν στη χειρουργική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πρίων, ονος «πριόνι»] … Dictionary of Greek
πριονίτις — ίτιδος, ή, Α είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, ονος + επίθημα ῖτις (πρβλ. θαμν ῖτις)] … Dictionary of Greek
πριονοειδής — ές, ΝΑ ο όμοιος με οπριόνι, οδοντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, ονος + ειδής*] … Dictionary of Greek
πριονοποιός — ὁ, Α κατασκευαστής πριόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, ονος + ποιός*] … Dictionary of Greek
πριονοπώλης — ὁ, Α ο πωλητής πριόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, ονος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυρο πώλης] … Dictionary of Greek
πριονωτός — ή, ό / πριονωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτός νεοελλ. φρ. «πριονωτή τάση» (ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις… … Dictionary of Greek
πριονώδης — ῶδες, Α [πρίων, ονος) πριονοειδής, πριονωτός («τόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῑς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.). επίρρ... πριονωδῶς Α με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά … Dictionary of Greek
υδροπρίων — όνος, ο, Ν (λόγιος τ.) πριονιστήριο κινούμενο με υδραυλική ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πρίων «πριόνι». Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο έντυπο Εφημερίς τῆς Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
χειροπρίων — όνος, ο, Ν (λόγιος τ.) το χειροπρίονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + πρίων (Ι) «πριόνι»] … Dictionary of Greek