πρίων,-ονος

πρίων,-ονος
N 3 0-2-2-0-1=5 2 Sm 12,31; 1 Chr 20,3; Is 10,15; Am 1,3; Jdt 3,9
saw Is 10,15; serrated mountain ridge Jdt 3,9
ἔθηκεν ἐν τῷ πρίονι he assigned (them) to work with saws or he put (them) under the saw, he tortured (them) 2 Sm 12,31, cpr. διέπρισε πρίοσι he sawed (them) with saws 1 Chr 20,3
Cf. SHIPP 1979, 473

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • πριόνι — Εργαλείο με το οποίο κόβονται διάφορα σκληρά υλικά (ξύλο, μέταλλα, λίθοι κ.ά.). Το π. αποτελείται από ένα χαλύβδινο οδοντωτό έλασμα σε ευθύγραμμο ή κυκλικό σχήμα ή σε κορδέλα· στην πρώτη περίπτωση μπορεί να κινείται με το χέρι ή με κινητήρα, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ορθοπρίων — ὀρθοπρίων, ονος, ὁ (Α) είδος πριονιού που χρησιμοποιούνταν στη χειρουργική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πρίων, ονος «πριόνι»] …   Dictionary of Greek

  • πριονίτις — ίτιδος, ή, Α είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, ονος + επίθημα ῖτις (πρβλ. θαμν ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • πριονοειδής — ές, ΝΑ ο όμοιος με οπριόνι, οδοντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, ονος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • πριονοποιός — ὁ, Α κατασκευαστής πριόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, ονος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • πριονοπώλης — ὁ, Α ο πωλητής πριόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, ονος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυρο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • πριονωτός — ή, ό / πριονωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτός νεοελλ. φρ. «πριονωτή τάση» (ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις… …   Dictionary of Greek

  • πριονώδης — ῶδες, Α [πρίων, ονος) πριονοειδής, πριονωτός («τόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῑς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.). επίρρ... πριονωδῶς Α με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά …   Dictionary of Greek

  • υδροπρίων — όνος, ο, Ν (λόγιος τ.) πριονιστήριο κινούμενο με υδραυλική ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πρίων «πριόνι». Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο έντυπο Εφημερίς τῆς Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • χειροπρίων — όνος, ο, Ν (λόγιος τ.) το χειροπρίονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + πρίων (Ι) «πριόνι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”